- αλματίας
- ἁλματίας, ο (Α) [ἅλμα]αυτός που βαδίζει πηδηχτά, ελαφρά, που έχει σπασμωδικές κινήσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁλματίας — ἁλματίᾱς , ἁλματίας person of tripping gait masc acc pl ἁλματίᾱς , ἁλματίας person of tripping gait masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλμα — Αθλητικό αγώνισμα το οποίο διαιρείται σε τέσσερις ειδικότητες: ά. εις ύψος, ά. επί κοντώ, ά. εις μήκος, ά. τριπλούν. Στο ά. εις ύψος, ο αθλητής πρέπει να υπερπηδήσει έναν οριζόντιο πήχη που έχει τοποθετηθεί μεταξύ δύο καθέτων δοκών· μπορεί να… … Dictionary of Greek